- τύφω
- Α1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.)2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.)β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ πυρπολῶν», Αριστοφ.)γ) καταστρέφω κάτι καίγοντάς το, μεταβάλλω κάτι σε καπνόδ) μτφ. i) ζαλίζω, μωραίνωii) υποκινώ, υποδαυλίζω («ὁ συμμαχικὸς πόλεμος πάλαι τυφόμενος», Πλούτ.)4. παθ. τύφομαικαίγομαι σιγά σιγά, κρυφοκαίω («τυφέσθω Κύκλωψ», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τύφω (<* θύφω, με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *dhubh- που αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή τής ρίζας *dheu- «διασκορπίζω, στροβιλίζω» (βλ. λ. θύω [Ι]). Το θ. τού ρήματος συνδέεται με τα: αρχ. ιρλδ. dub «μαύρος», γοτθ. daufs «πωρωμένος, ασυνείδητος», αρχ. άνω γερμ. toub «ανόητος» και tūrar, tūbar «τρελός». Το ρ. τύφω διατηρεί την αρχική σημ. τής ρίζας *dhubh- «καπνός». Τα παράγωγα ωστόσο τού ρήματος τύφος και τυφλός χρησιμοποιήθηκαν με την εξελιγμένη σημ. τής ρίζας: «σκοτάδι, σκοταδισμός τού πνεύματος, ανοησία, μωρία, μεγαλομανία, καυχησιολογία, ματαιοδοξία, αλαζονεία». Το επίθ. τυφλός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που δεν βλέπει, που βρίσκεται στο σκοτάδι, ενώ το ουσ. τύφος, εκτός από «ανοησία, αλαζονεία», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει στην ιατρική ορολογία τη νάρκη και τον λήθαργο που προκαλείται από υψηλό πυρετό].
Dictionary of Greek. 2013.